- πτωμάτων
- πτω̱μάτων , πτῶμαfallneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek
ανατομείο — το ίδρυμα ή αίθουσα όπου γίνεται τομή πτωμάτων για ερευνητικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανατόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Γεώργιο Αναστασόπουλο] … Dictionary of Greek
ιχώρ — Ονομασία του υγρού που κυλούσε στις φλέβες των θεών των αρχαίων Ελλήνων και, σύμφωνα με τη μυθολογία, διέφερε από το αίμα των κοινών θνητών. * * * ὁ (Α ἰχώρ) ιατρ. πυώδης δύσοσμη ύλη που παράγεται κατά τη σήψη τών ιστών, το πύον αρχ. 1. αιθέριος… … Dictionary of Greek
νεκάς — νεκάς, άδος, ἡ (Α) στον πληθ. αἱ νεκάδες οι σκιές, οι ψυχές τών νεκρών αρχ. 1. σωρός πτωμάτων τα οποία έχουν τοποθετηθεί κατά σειρά 2. στον πληθ. τάξη, σωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκες + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. νιφ άς)] … Dictionary of Greek
νεκροτομείο — το 1. χώρος στον οποίο γίνεται ανατομική εξέταση τών πτωμάτων 2. εργαστήριο για την άσκηση τών φοιτητών τής ιατρικής στην ανατομία πάνω σε πτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροτόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Θ. Αρεταίο] … Dictionary of Greek
πιαίνω — Α [πίων] 1. παχαίνω κάτι, κάνω κάτι παχύ («πιαίνειν τὸ σῶμα», Ιπποκρ.) 2. παθ. πιαίνομαι γίνομαι παχύς, παχαίνω («πιαίνεται δὲ πάντα πρεσβύτερα μᾱλλον ἢ νεώτερα ὄντα», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τη γη) λιπαίνω, κοπρίζω («τόνδε πιανῶ γύην μάντις… … Dictionary of Greek
πουτρεσκίνη — η, Ν χημ. άκυκλη αζωτούχα οργανική ένωση, διαμίνη, γνωστή και ως διαμινοβουτάνιο ή τετραμεθυλενοδιαμίδη, που σχηματίζεται κατά τη σήψη τών πτωμάτων γι αυτό και κατατάσσεται στις πτωμαΐνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. putrescine (< λατ. putresco… … Dictionary of Greek
ταρίχευση — Επεξεργασία που σκοπό έχει να εμποδίσει την αποσύνθεση των πτωμάτων. Πολύ διαδεδομένη κατά την αρχαιότητα στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, συνδέεται συνήθως με την πίστη στην αθανασία της ψυχής· ανταποκρίνεται πράγματι στην αντίληψη, ότι η ψυχή… … Dictionary of Greek
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek
αδιπόκηρος — Κηρώδης ουσία που προκύπτει από την αλλοίωση των λεπιδίων κατά την αποσύνθεση των πτωμάτων. Λέγεται και πτωματόκηρος … Dictionary of Greek